Οι συντάξεις γίνονται ακριβότερες. Τόσο από τα κοινωνικά ταμεία (αυξημένες εισφορές, αύξηση ορίων ηλικίας, μείωση επιδομάτων) όσο και από τις ασφαλιστικές εταιρίες (μείωση επιτοκίων).
Πριν 15 χρόνια ο πελάτης που αποφάσιζε να συνάψει ένα συνταξιοδοτικό ασφαλιστήριο για να συμπληρώσει τη σύνταξή του απολάμβανε επιτόκιο (ελάχιστο εγγυημένο τεχνικό επιτόκιο) 5,00%.
Βέβαια σε ένα περιβάλλον που το έντοκο του Ελληνικού δημοσίου έδινε αποδόσεις 20% το 5% των συνταξιοδοτικών συμβολαίων φαινόταν ελάχιστο. Ήταν βέβαια εγγυημένο για όλα τα χρόνια του ασφαλιστηρίου.
Μετά το υπουργείο εμπορίου μείωσε το μέγιστο εγγυημένο επιτόκιο σε 3,35%. Αυτό έγινε γιατί το 5,00% ήταν δύσκολο να επιτευχθεί με ασφαλείς επενδύσεις και η εγγύηση του θα ήταν επικίνδυνη για τις ασφαλιστικές και τους πελάτες τους.
Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει ριζικά. Η εγγύηση των κρατικών ομολόγων περνάει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της, κράτη είναι υποψήφια για χρεοκοπία και ο κόσμος νιώθει ψάχνει τις ασφαλέστερες επενδύσεις.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οι ασφαλιστικές εταιρίες επενδύουν τα χρήματα τους σε κρατικά ομόλογα χωρών των οποίων τα ομόλογα θεωρούνται ασφαλέστερα. Για παράδειγμα Γερμανικά ομόλογα των οποίων η απόδοση είναι περίπου 2,00%.
Έχουμε περάσει στην εποχή που η ασφάλεια των κεφαλαίων είναι σημαντικότερη από τις αποδόσεις.
Έτσι έχουν αρχίσει να μειώνουν τα εγγυημένα επιτόκια των συνταξιοδοτικών ασφαλιστηρίων για τους νέους πελάτες.
Το ασφάλιστρο που πρέπει να καταβάλει ο ασφαλιζόμενος αυξάνεται όταν το επιτόκιο μειώνεται. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Πελάτης 21 ετών επιλέγει μηνιαία σύνταξη 400ευρώ στην ηλικία των 55ετών.
Με 5,00% επιτόκιο πρέπει να καταβάλει ασφάλιστρα 67ευρώ/μήνα σταθερά
Με 3,35% >> >> >> >> 123ευρώ/μήνα >>
Με 3,00% >> >> >> >> 130ευρώ/μήνα >>
Με επιτόκια της τάξης του 2,00% είναι σίγουρο ότι θα χρειάζεται πολύ περισσότερα ευρώ για να εξασφαλίσει την ίδια μηνιαία σύνταξη.
Συνεπώς όποιος σκέπτεται να εξασφαλίσει συμπληρωματική σύνταξη, τον συμφέρει να το αποφασίσει άμεσα.
Έτσι θα μπορεί να εξασφαλίσει την ίδια σύνταξη αλλά με λιγότερα ασφάλιστρα σε σχέση με κάποιον άλλο που θα συντάξει ένα συνταξιοδοτικό συμβόλαιο με χαμηλότερο επιτόκιο.